Ο Περικλής Γιαννόπουλος έφιππος αυτοκτονεί στις 8 Απριλίου 1910 στο Σκαραμαγκά – το πτώμα του ξεβράστηκε στην Ελευσίνα | Η σχέση του με τη Σοφία Λασκαρίδου | Μικρό αφιέρωμα για την επέτειο της αυτοκτονίας του

[Ο Περικλής Γιαννόπουλος στο έργο του «Έκκλησις προς το πανελλήνιον κοινόν», 1907, είχε περιγράψει το «ταξίδι του» με το άλογο. Στις 8 Απριλίου 1910 το «αερένιο παιδί», «ώρμησε προς τα μαινόμενα κύματα και την ανοιξιάτικην μπόραν και απερίγραπτον τραγικήν ορμήν» στη θάλασσα του Σκαραμαγκά]

Με αφορμή την επέτειο στις 8 Απριλίου 1910 της αυτοκτονίας του Περικλή Γιαννόπουλου στην παραλία Σκαραμαγκά, παρουσιάζουμε το μικρό αφιέρωμα. Το κείμενο που ακολουθεί είναι από το Ιστορικό Λεύκωμα “ΧΑΪΔΑΡΙ – τόπος και άνθρωποι”, 2007, του Κώστα Φωτεινάκη.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος έφιππος αυτοκτονεί στις 8 Απριλίου 1910 στο Σκαραμαγκά
«Αι δύο άγνωσται κυρίαι»

Περιγραφή της αυτοκτoνίας
Εφημερίς «Εστία», 12 Απριλίου 1910.
«Καθ΄ όλας τας συγκεντρωθείσας πληροφορίας τα γεγονότα έλαβον χώραν ως εξής εις τού Σκαραμαγκά: Ο Γιαννόπουλος έφθασεν εφ΄ αμάξης υπό ραγδαίαν βορχήν. Παρά τι μικρόν φυλακείον εκεί εκάθισεν, έφαγεν, έπιε μπύραν και εζήτησε από τον αμαξάν να αποζεύξη ένα άλογο.
Εκείνος εδίστασε κατ΄ αρχάς, αλλά ενέδωκε τέλος, όταν ο Γιαννόπουλος αφήκε σημείωσιν βεβαιούσαν ότι δεν έλαβεν χώραν έγκλημα. Η σημείωσις αυτή ευρέθη με τον χαρτοφύλακά του, το αδιάβροχον, το καπέλλο του και το καλαθάκι τού φαγητού εις το φυλακείον.
Μετά τούτο ίππευσε, στεφανωμένος με αγριολούλουδα, και, αφού ανήρτησεν επάνω του ένα κομψόν σάκκον πλήρη βαρών και επλύθη με αρώματα, ώρμησε προς τα μαινόμενα κύματα και την ανοιξιάτικην μπόραν και απερίγραπτον τραγικήν ορμήν. Όταν έφθασε, καβάλλα εις το άλογο που εκολυμβούσεν, εις τα βαθειά, τότε επυροβόλησε κατά της κεφαλής του και αχάθη, ενώ το άλογο, αγριεμένο και ρουθουνίζον, απανήλθεν εις την ακτήν.
Το μεσημέρι ακριβώς ο αμαξάς, επιστρέψας εκ Σκαραμαγκά, ενεχείρισεν εις την κ. Κρίτσα μιαν ανθοδέσμην πασχαλιάς εκ μέρους του νεκρού πλέον εξάδελφου της.»

Ποιός ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος
Ο Περικλής Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1870. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και η μητέρα του κατάγετο από αρχοντική Βυζαντινή οικογένεια. Πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει γιατρός, αλλά μετά από δύο χρόνια επέστρεψε στην Αθήνα λόγω οικονομικών δυσκολιών• στο διάστημα αυτό είχε πεθάνει ο πατέρας του. Εγγράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών αλλά δεν την παρακολούθησε ποτέ.
Ήταν ένας από τους ομορφότερους άνδρες της Αθήνας, ψηλός με γαλανά μάτια και με «ανδροπρεπές ύφος». Διάβαζε συνεχώς και έκανε μεταφράσεις Ευρωπαίων Κλασσικών. Κυρίως όμως μελετούσε Έλληνες Αρχαίους συγγραφείς. Έγραφε στίς εφημερίδες καί τά περιοδικά τής εποχής, στόν Νουμά, τά Παναθήναια, τήν Ακρόπολη, τήν Εστία, τό Αστυ, την Ανατολή κτλ. Πολλά άρθρα τά υπέγραφε μέ τ’ όνομά του και με ψευδώνυμα. Τό ύφος τών άρθρων του ήταν πάντα επιθετικό. Γιά τά έργα του έγραψε ο Παλαμάς: “Μιά πνοή πνέει μέσα τους πλατειά συνθετική. Ανοίγει παράθυρα, δείχνει ορίζοντες, σπέρνει στοχασμούς, υποβάλλει ιδέες, κηρύχνει αλήθειες, ξυπνάει τήν Ιστορία, γαργαλίζει τήν περιέργεια, τεντώνει τά μάτια τής Κριτικής. Η ρητορική του είναι καί η Αρετή του καί η Αμαρτία του”.

Ο Γιαννόπουλος περιφρονεί, απαξιώνει κάθε τι μη Ελληνικό και θεωρεί ότι οι ξένοι μάς μισούν και μάς εχθρεύονται. Τούς ξένους τούς αποκαλεί Φράγκους . “Οταν δέν εκτελούμεν τόν εκπολιτιστικόν προορισμόν μας, μάς βρίζουν οι Φράγκοι. Οταν τόν εκτελούμεν, τόν αρνούνται καί πάλιν μάς βρίζουν” γράφει.
Στο βιβλίο του «Η ελληνική γραμμή»,1938, συγκεντρώνονται διάφορα άρθρα του με θέμα την ελληνική αισθητική που αναδύεται μέσα από την ελληνική φύση και το ελληνικό χρώμα. Στα άρθρα αυτά, που έχουν δημοσιευτεί στις εφημερίδες και τα περιοδικά από το 1903-1904, υμνεί τον Νικόλαο Γύζη και κρίνει αυστηρά του ζωγράφους που αντιγράφουν την Ευρωπαϊκή τεχνική. Γράφει για τον αριστοτέχνη Γύζη: «Αδύνατον να διέλθη κανείς το όνομα αυτό χωρίς να σταθή και υμνήση. Γύζης! Το ευγενέστατον και αριστοκρατικώτατον άνθος, η αγνοτέρα εκδήλωσις ελληνικής ιδέας και αισθήματος, αλληθής καλλιτέχνης εις τον οποίον δυνάμεθα κατά σύγκρισιν να αποδώσωμεν κυριολεκτικώς το επίθετον Μέγας ανήρ της τωρινής Ελλάδος…. Ούτε ξιπασμένος αντιγραφεύς του ευρωπαϊσμού, ούτε ηλίθιος μιμητής των αρχαίων.»
Οι Ιδέες του ενέπνευσαν καί επέζησαν μέσα από τά έργα τών φίλων του: τού Κωστή Παλαμά, τού Ανδρέα Λασκαράτου, τής Μυρτιώτισας, τού Αγγελου Σικελιανού, τού Γρηγόρη Ξενόπουλου, τού Ίωνος Δραγούμη, τού Βλάσση Γαβριηλίδη, τού Πικιώνη καί πολλών άλλων.
Ο Οδυσσέας Ελύτης καταγράφει τις επιρροές που δέχτηκε από τις ιδέες του Γιαννόπουλου, Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 354, ο Γιώργος Κατσίμπαλης στο ειδικό τεύχος των Νέων Γραμμάτων (1938) δεν κρύβει τον θαυμασμό του καθώς επίσης ο Χένρι Μίλερ στο βιβλίο του, Ο Κολοσσός του Μαρουσιού .

Η ανεύρεση του πτώματος Γιαννόπουλου στην Ελευσίνα
Εφημερίς «Πατρίς», 22 Απριλίου 1910
Πώς ετάφη ο ποιητής
«Χωρικοί ανήγγειλαν προχθές εις τον αστυνόμον Ελευσίνος κ. Γκίνον ότι εξεφράσθη εις τι μέρος της ακτής εκεί πτώμα αγνώστου. Ο αστυνόμος μετέβη αμέσως επί τόπου και παρέλαβε το πτώμα το οποίον επί σούστας μετέφερεν εις το νεκροταφείον της Ελευσίνος, όπου το αφήκεν εκτεθειμένον προς αναγνώρισιν. Δεν διέφυγεν όμως την οξυδέρκειαν του κ. Γκίνου ότι το πτώμα ανήκεν εις τον Γιαννόπουλον, της αυτοκτονίας του οποίου είχε λεπτομερή γνώσιν από τας περιγραφάς των εφημερίδων. Ειδοποιήθηκαν λοιπόν τηλεγραφικώς αι ενταύθα αρχαί όπως και οι συγγενείς του αυτοκτονήσαντος, και χθες με το τραίνον της μεσημβρίας ανεχώρησαν δια την Ελευσίνα ο συγγενής του Γιαννόπουλου επίλαρχος κ. Κρίτσας, όπως και ο επιστήθιος φίλος του κ. Κ. Κατσίμπαλης. Ο αστυνομικός, ο οποίος ανέμενεν εις τον σταθμόν, τους εδέχθη εις το νεκροτομείον όπου αμέσως αναγνώρισαν το πτώμα ως ανήκον εις τον αλησμόνητον Γιαννόπουλον.

Αι δύο κυρίαι
Εκείνο το οποίον υπέπεσεν εις την αντίληψίν των ήτο ότι το πτώμα είχον περιποιηθή ήδη χείρες αβραί, αι οποίαι είχον αποθέσει επί της κεφαλής του στέφανον ανθέων εξαιρετικών και είχον χύσει επ΄ αυτού μύρα. Ο αστυνόμος εξήγησεν αμέσως ότι με το πρωινόν τραίνον κατήλθον εξ Αθηνών δύο κυρίαι εκ του εξωτερικού, αι οποίαι συνεπέρανεν ότι ανήκον εις την ανωτέραν τάξιν και αι οποίαι μετέβησαν εις το νεκροταφείον και απέθεσαν επί τού πτώματος πλήθος ανθέων τα οποία έφερον εξ Αθηνών και το εμύρωσαν, ακολούθως δε έφυγαν χωρίς να καταστήσουν γνωστά τα ονόματά των. Αι κυρίαι επληροφορήθησαν προφανώς τα της ανευρέσεως του πτώματος εκ ων εφημερίδων και έσπευσαν αμέσως εις την Ελευσίνα.

Πως ήτο το πτώμα
… Έφερε περικνημίδας αγγλικού τύπου, αι οποίαι είχαν κατασκευαστεί εις την Θεσσαλίαν, φανέλλαν λευκή και γάντια γκλασέ διατηρηθέντα εντελώς. Ευρέθησαν δε επ΄ αυτού εν ωρολόγιον με μπρελόκ, δώρον το οποίον τω έφερεν εκ Παρισίων ο κ. Κατσίμπαλης, και το οποίον έφερε περιθώριον δια σημειώσεις επί του οποίου εφαίνετο κάτι γραφέν προσφάτως. Το ωρολόγιον εσημείωνε ώραν 11 και 3 λεπτά, εκ του οποίου καταφαίνεται ότι ολίγον προ της ώρας αυτής έπεσεν εις την θάλασσαν ο Γιαννόπουλος. Εντός τού θυλακίου του ανευρέθη το πορτμονέ του φέρον μόνον εν οξειδωθέν δεκάλεπτον. Το δεκάλεπτον το οποίον έλαβε μόνον μεθ΄ εαυτού ο αυτοκτονήσας ήτο, φαίνεται, κατά την αντίληψιν του Γιαννόπουλου, όστις ήτο αρχαίος Έλλην μέχρι μυελού οστέων, το τίμημα των ελληνικών πορθμείων δια τον Χάρωνα, ο οποίος θα τον έφερε δια της Αχερουσίας εις τα Ηλύσια, όπου μετέβαινον κατά την ελληνική πίστιν αι ωραίαι και ευγενείς ελληνικαί ψυχαί.

Η ποιητική ταφή του – Απετέθη ως αρχαίος Έλλην – Ξανά «αι δύο άγνωσται κυρίαι»
Παρθένοι της Ελευσίνος με τας γραφικάς αυτών αμφιέσεις είχον φέρει παρά το πτώμα υδρίαν με ύδωρ κατ΄ έθιμον του τόπου και το οποίον είναι έθιμον της αρχαιότητος διασωθέν φαίνεται εις την Ελευσίνα. Εξ άλλου η κα Λίτσα, κυρία εκ των επιφανών της Ελευσίνος, είχε φέρει πολύτιμον λινομέταξον σινδόνα εντός τής οποίας περιετυλήχθη το πτώμα. Η ταφή εγένετο εντός του μεγάλου νεκροταφείου της Ελευσίνος μεταξύ δύο γραφικών λόφων. Επί του πτώματος κατά την ταφήν εχύθη το ύδωρ τής υδρίας, η δε υδρία απετέθη εντός του τάφου. Κατά την ώραν της ταφής, εις την οποίαν παρίσταντο ευλαβώς οι φίλοι και αι παρθένοι της Ελευσίνος, εθεάθησαν αι δύο άγνωσται κυρίαι εις απόστασιν, αι οποίαι ματαβάσαι από της πρωίας και αι οποίαι είχον συστήσει εις τον αστυνόμον να επαναρριφθή το πτώμα εις την θάλασσαν κατά την τελευταίαν επιθυμίαν του αποθανόντος. Χαρακτηριστικόν είναι ότι ο άνθρωπος, ο οποίος μετέφερε επί τής σούστας του το πτώμα εκ της ακτής εις το νεκροταφείον δεν εδέχθη την προσφερθείσαν πληρωμήν.»

«Αι δύο άγνωσται κυρίαι»
Ποιες ήταν «αι δύο άγνωσται κυρίαι», οι οποίες ανήκαν «εις την ανωτέραν τάξιν» και είχαν αποθέσει «επί του πτώματος πλήθος ανθέων τα οποία έφερον εξ Αθηνών και το εμύρωσαν», ήταν ένα από τα μεγάλα ερωτήματα των εφημερίδων της εποχής.
Ο Περικλής Γιαννόπουλος ερωτεύτηκε την Σοφία Λασκαρίδου, μια ωραιότατη και φιλελεύθερη γυναίκα, οι γονείς της οποίας είχαν γεννηθεί στο εξωτερικό. Η Σοφία Λασκαρίδου ήταν η πρώτη γυναίκα η οποία είχε εισαχθεί στην Σχολή Καλών Τεχνών με παρέμβαση του βασιλιά Γεωργίου του Α΄. Ο Γιαννόπουλος συνάντησε για πρώτη φορά τη Σοφία Λασκαρίδου «καθ΄ οδόν» στην Αθήνα. Εκείνη ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, ο Γιαννόπουλος έμεινε έκθαμβος από την ομορφιά της, σταμάτησε, υποκλίθηκε, έβγαλε το καπέλο του και της είπε ότι «είσθε πολύ όμορφη». Η Λασκαρίδου χωρίς αναστολές ανταποκρίθηκε στο σχόλιο του Γιαννόπουλου «το ίδιο και εσείς».
Η ερωτική σχέση των δύο νέων ήταν διαχυτική, σε αντίθεση με τα σεμνότυφα πρότυπα της εποχής . Ο Γιαννόπουλος και η Λασκαρίδου έκαναν περιπάτους μαζί σε μακρινές αποστάσεις από την Αθήνα, μπάνιο γυμνοί και έρωτα χωρίς υποκρισίες. Το απελευθερωμένο ζευγάρι προκαλούσε με την ερωτική του συμπεριφορά το αστικό κατεστημένο. Ο Γιαννόπουλος έκανε πρόταση στην Λασκαρίδου να παντρευτούνε, αλλά τόσο ο πατέρας της όσο και η ίδια είχαν θέσει ως προτεραιότητα την ολοκλήρωση των εικαστικών σπουδών της Σοφίας. Το 1907 η Σοφία με την στήριξη της μητέρας της αποφασίζει να συνεχίσει τις σπουδές της στην Ευρώπη. Το διάστημα 1907- 1910 η Σοφία σπουδάζει στην Γαλλία, Αυστρία, Αγγλία και στο Μόναχο. Έχει τακτική αλληλογραφία με τον Γιαννόπουλο και την μητέρα της. Σε μια επιστολή η μητέρας της αναφέρει ότι συνάντησε τον Περικλή• η Σοφία διαισθάνεται ότι ο Περικλής δεν είναι καλά και αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα για να τον συναντήσει.
Η Σοφία παίρνει στο πλοίο από την Τεργέστη για την Πάτρα δέκα πέντε ημέρες μετά την επιστολή τής μητέρας της, τόσο έκαναν να φθάσουν τα χρήματα από την Ελλάδα, και συνταξιδεύει με τον πρίγκιπα Κωνσταντίνο. Μετά από μία εβδομάδας ταξιδιού φτάνει στην Πάτρα. Εκεί επιβιβάζεται στην βασιλική αμαξοστοιχία για την Αθήνα. Καθώς το τρένο περνάει από τον Σκαραμαγκά, τοποθεσία που ο Περικλής και η Σοφία αγαπούσαν ιδιαίτερα και την επισκέπτονταν συχνά, η Λασκαρίδου ακούει έναν διάλογο από τους συνταξιδιώτες της που την αναστατώνει.
«Να εδώ αυτοκτόνησε ο Γιαννόπουλος προχθές».
Η Σοφία λιποθυμάει με το άκουσμα της είδησης• την ίδια στιγμή ο υπασπιστής του Κωνσταντίνου την καλούσε να συνφάγει με την πριγκιπική παρέα.

Όταν έφτασε το σπίτι της έμαθε όλες τις λεπτομέρειες για το «μακρινό ταξίδι» του Περικλή επάνω στο λευκό άλογο. Λίγες ημέρες αργότερα είδε ένα περίεργο όνειρο που είχε σχέση με τον αγαπημένο της. Επηρεασμένη από το όνειρο παίρνει την καλύτερη φίλη της, την Νένη, και πηγαίνει στην παραλία του Σκαραμαγκά για να πετάξουν ένα στεφάνι με λουλούδια στη θάλασσα. Εκεί μαθαίνει ότι το πτώμα του Γιαννόπουλου είχε ξεβραστεί στην Ελευσίνα και αποφασίζει να πάνε εκεί. Ζητάει από τον χωροφύλακα να μείνει μόνη της στο εκκλησάκι και στολίζει τον νεκρό. Μετά την ταφή αποπειράται να αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες της• γλιτώνει τελικά γιατί η μητέρα της επιστρέφει ενστικτωδώς από την Αθήνα.

Η Σοφία Λασκαρίδου πέθανε το 1965. Από το 1910 μέχρι τον θάνατό της έζησε με τις αναμνήσεις που είχε για τον Περικλή Γιαννόπουλο. Η πανέμορφη κατοικία της στεγάζει σήμερα το Πνευματικό Κέντρο του δήμου Καλλιθέας.
Ποιος ήταν πραγματικά ο Περικλής Γιαννόπουλος, γιατί αυτοκτόνησε και γιατί επέλεξε να «βυθιστεί» στο Σκαραμαγκά κανείς δεν γνωρίζει.

Ο Βλάσσης Γαβριηλίδης, φίλος του Γιαννόπουλου και διευθυντής της εφημερίδας «Ακρόπολις» έγραψε: «Τίς ήτο Περικλής Γιαννόπουλος ο θαλασσοκτονήσας; Τίς δύναται νά τό ειπή; Ο γράφων, όστις τόν εγνώρισε από εικσαετίας, τόσον ήτο εις θέσιν νά τόν καταλάβη, όσον ένας γάϊδαρος γκαρίζων δύναται νά αντιληφθή Μπετόβεν. Δι’ εμέ ήτο ο εξοχώτερος τών νέων Ελλήνων».

Γιατί αυτοκτόνησε ο Γιαννόπουλος πάλι κανείς δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει με ακρίβεια στην εποχή που έζησε ο «θαλασσοκτονήσας». Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος αναφέρει μία επιστολή, στην οποία διακρίνεται η απογοήτευση του Γιαννόπουλου από το γεγονός ότι «κανείς, εκτός του Γαβριηλίδη, δεν επρόσεξε και δεν ενόησε το έργον του».
Οι θέσεις του Περικλή Γιαννόπουλου για την ελληνική αισθητική ανωτερώτητα και η έντονη κριτική του προς την «Κοινωνία η οποία επέταξε την φουστανέλλα προχθές και εφόρεσεν ευρωπαϊκά. Κοινωνία η οποία επέταξε συγχρόνως κάθε ιδέαν και αίσθημα ελληνικόν και ήρπασε κάθε φραγκικόν» αξιοποιήθηκαν στις ημέρες μας από εθνικιστικούς κύκλους, αφού προηγουμένως είχαν υποτιμηθεί ή και απαξιωθεί από την αριστερά. Οι εθνικιστές υιοθετούν τον Γιαννόπουλο, σαν ιδεολογικό τους πατέρα, χρησιμοποιούν και οικιοποιοπύνται αυθαίρετα τις ιδέες και τις αναλύσεις του Γιαννόπουλου που έχουν διατυπωθεί 1900 για να αναλύσουν θέματα που απασχολούν την κοινωνία μας το 2000.

Γιατί επέλεξε ο Γιαννόπουλος τον Σκαραμαγκά για να βυθιστεί στα γάργαρα νερά του; Ενδεχομένως να είχε να κάνει από το γεγονός ότι ήταν ένας λατρεμένος τόπος, αφού επισκεπτόταν συχνά την περιοχή με την αγαπημένη του Σοφία Λασκαρίδου. Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο, επίσης, ότι ακριβώς πάνω από την ακτή περνούσε η αρχαία Ιερά Οδός την οποία βάδιζαν όσοι έπαιρναν μέρος στα Ελευσίνια Μυστήρια. Η άποψη αυτή σαφώς είναι αυθαίρετη, όμως βασίζεται στις ιδεολογικές αναφορές του Γιαννόπουλου, ο οποίος ύμνησε την ελληνική φύση, το ελληνικό χρώμα, την ελληνική γραμμή στις τέχνες. Το απόσπασμα του δημοσιεύματος της εφημερίδας «Πατρίς, 22 Απριλίου 1910» ενισχύει την παραπάνω άποψη: «Το δεκάλεπτον το οποίον έλαβεν μόνον μεθ΄ εαυτού ο αυτοκτονήσας ήτο, φαίνεται, κατά την αντίληψιν του Γιαννόπουλου, όστις ήτο αρχαίος Έλλην μέχρι μυελού οστέων, το τίμημα των ελληνικών πορθμείων δια τον Χάρωνα, ο οποίος θα τον έφερε δια της Αχερουσίας εις τα Ηλύσια, όπου μετέβαινον κατά την ελληνικήν πίστιν αι ωραίαι και ευγενείς ελληνικαί ψυχαί. Πίστις και αυτό και ένδειξις της και δια τον θάνατον εληνικότητος».

Ο Περικλής Γιαννόπουλος στο έργο του «Έκκλησις προς το πανελλήνιον κοινόν», 1907, είχε περιγράψει το «ταξίδι του» με το άλογο. Στις 10 Απριλίου 1910 το «αερένιο παιδί», «ώρμησε προς τα μαινόμενα κύματα και την ανοιξιάτικην μπόραν και απερίγραπτον τραγικήν ορμήν» στη θάλασσα του Σκαραμαγκά.

Πορτραίτο του Περικλή Γιαννόπουλου από τη Σοφία Λασκαρίδου, 1897

Περισσότερες πηγές ΕΔΩ ΕΔΩ