Το Δαφνί κατά την περίοδο του φασισμού
Στο 47ο αφιερωματικό τεύχος (Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβρης 1944) με θέμα “Φασισμός και Ψυχιατρική” του τριμηνιαίου περιοδικού του ΨΝΑ Δαφνίου “Τετράδια Ψυχιατρικής” φιλοξενούνται τρία άρθρα που αφορούν το Χαϊδάρι και την Αντίσταση στα χρόνια πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής:
Περιοδικό “τετράδια ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ”. Ιδιοκτήτης: Επιστημονική Ένωση Ψ.Ν.Α. Εκδότης – Υπεύθυνη Σύνταξης: Κατερίνα Μάτσα.
“Το Ψυχιατρείο Δαφνί κατά την περίοδο του φασισμού” – Ξενοφών Σγουρός
Σκοπός της παρούσης μονογραφίας είναι η εξιστόρηση των συμβάντων στον χώρο του Δημόσιου Ψυχιατρείου – ή Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής σήμερα – την δεκαετία 1934-44 χρόνια κατά τα οποία η θύελλα του φασισμού σάρωσε την Ευρώπη.
Η παρουσίαση αυτή είναι ενταγμένη στο αφιέρωμα των «Τετραδίων Ψυχιατρικής» με τίτλο «Φασισμός και Ψυχιατρική». Δεν θα μπορούσε να λείπει εξ άλλου γιατί βασικό μέλημα της συντακτικής επιτροπής ήταν η αποφυγή έντονης θεωρητικοποίησης του ζητήματος και η προσφορά πραγματικών στοιχείων πάνω στο πως η φασιστική ιδεολογία επέδρασε στην ψυχιατρική θεωρία και πρακτική. Ο χώρος του Δαφνιού λοιπόν που υπήρξε τα περισσότερα χρόνια λειτουργίας του ένα «άσυλο» αποτελούσε ένα καλό πεδίο ιστορικής έρευνας και ενδιαφέροντος εφ’ όσον μάλιστα πολλοί από εμάς εργαζόμαστε σήμερα για αυτό.
Αναφερθήκαμε στην λειτουργία του Δαφνιού ως «άσυλον» γιατί άποψή μας είναι – και ελπίζουμε των περισσοτέρων από εμάς – ότι ο εγκλεισμός ανθρώπων με ψυχικά ή άλλου είδους προβλήματα σε ειδικά ιδρύματα μέσα σε «τείχη» αλλά «εκτός των τειχών της πόλης», μακριά από το «υγιές» κοινωνικό σύνολο αποτελεί ένα δείγμα φασιστικής πρακτικής. Εκτός αυτού γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά ότι ο Φασισμός και ο Ναζισμός, κυρίως ο δεύτερος, επέδρασε πάνω σε οτιδήποτε ήταν διαφορετικό. Στην Ευρώπη – κυρίως κατά την διάρκεια της κατοχής αλλά και κατά την Δικτατορία Μεταξά – η έννοια της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας είχε ξεχαστεί στον χώρο αυτό. Η πραγματικότητα είναι λίγο διαφορετική, τουλάχιστον όσον αφορά την δεύτερη περίοδο.
[Ιδιωτική έκδοση 177, σελίδες 153. Για το βιβλίο διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ ΕΔΩ και φωτογραφίες από το βιβλίο ΕΔΩ]
Για να γραφεί όμως μια ιστορική μονογραφία απαραίτητες είναι οι πηγές από όπου θα ανασυρθούν στοιχεία. Δυστυχώς, ουσιαστικά τέτοιες πηγές δεν υπάρχουν εφ’ όσον έως πρόσφατα η έννοια αρχειοθέτηση ήταν «άγνωστη» στο Νοσοκομείο μας. Μοναδική μας βοήθεια λοιπόν υπήρξε η ιστορική μελέτη «Δαφνί, μια φανταστική πολιτεία» του ψυχιάτρου, τέως Διευθυντή του ΚΘΨΠΑ Κωστ. Φιλανδριανού, ο οποίος εργάστηκε στο Νοσοκομείο επί 33 συναπτά έτη, από το 1933 έως το 1966.
Παρ’ όλο το γλαφυρό και αρκετά λογοτεχνικό ύφος της συγγραφής ο κ. Φιλανδριανός γνώριζε πολύ καλά την εξέλιξη του Νοσοκομείου-Ιδρύματος μέσα στα χρόνια που μας ενδιαφέρουν και φαίνεται ότι πραγματικά είχε αφοσιωθεί στον χώρο αυτό κατά τον μακρό χρόνο της παραμονής του.
Το Δαφνί στα 1934 – Ο νόμος περί οργανώσεως Δημόσιων Ψυχιατρείων
Ερχόμενοι λοιπόν στο θέμα μας, συνάγεται από τα γραφόμενα ότι από τις αρχές του 1934 το Δαφνί βρισκόταν σε ανοδική πορεία οργάνωσης και συγκρότησης. Πηγή της ανόδου υπήρξε ο N. 6077 «Περί οργανώσεως Δημοσίων Ψυχιατρείων» ο οποίος δημοσιεύτηκε στις 21-2-1934.
Σύμφωνα με τον κ. Φιλανδριανό «ο νόμος αυτός αποτέλεσε σταθμό και εγκαινίασε μια νέα περίοδο στην περαιτέρω ανάπτυξη και εξέλιξη του Δημόσιου Ψυχιατρείου». Ο νόμος αυτός καθόριζε επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να ήταν συγκροτημένες οι διάφορες νοσηλευτικές, διοικητικές και τεχνικές υπηρεσίες στο Δημόσιο Ψυχιατρείο, όπως επίσης και την ίδρυση δύο νέων ψυχιατρείων στην Θεσσαλονίκη και Χανιά.
Οι βασικές αρχές του νόμου αυτού λίγο έως πολύ ισχύουν έως σήμερα, εάν σκεφτούμε ότι η σημερινή μορφή του Ψυχιατρείου αποτέλεσε μετεξέλιξη και εκσυχρονισμό της προηγούμενης. Πάντως φαίνεται να υπήρξε ένας εργασιακός «οργασμός» στον χώρο αυτό από το 1934 έως την έναρξη του B’ Παγκοσμίου πολέμου, ο οποίος φυσικά ισοπέδωσε τα πάντα.
Τα στοιχεία δίνουν στον κ. Φιλανδριανό το δικαίωμα να μιλήσει για μια Νέα Πορεία (ονομασία φυσικά που θυμίζει Μεταξικές αρχές και ονοματολογίες) εντάσσονται όμως και αυτά στην ψυχιατρική πρακτική της εποχής, την ιδρυματική δηλαδή πρακτική. Πάντως είναι εντυπωσιακός ο ενθουσιασμός με τον οποίο περιγράφεται η εξέλιξη αυτή και φαίνεται ότι ο κ. Φιλανδριανός είχε πραγματικά γοητευτεί.
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της οικοδόμησης των κτιριακών εγκαταστάσεων:
«Σε μικρό διάστημα περατώθηκε η οικοδόμηση του συγκροτήματος των 1ου, 2ου, 3ου και 4ου μονίμων περιπτέρων και παραδόθηκαν στην χρήση, περιφραγμένα με ιδιαίτερα ασφαλή πέτρινο μαντρότοιχο. Τα δύο, 1ο και 2ο, με θαλάμους σε 2 ορόφους και τα άλλα δυο (3ο και 4ο) μονώροφα είχαν όλα σχετικά καλή διαρρύθμιση και διέθεταν τους απαραίτητους για την αυτόνομη λειτουργία τους χώρους (Απομονωτήρια, Λουτρά, δωμάτια για γραφεία και προσωπικό). Συνολικής χωρητικότητας 375-380 κρεβατιών, τα 4 αυτά περίπτερα μπόρεσαν να στεγάσουν αμέσως μεγάλο μέρος από τους αρρώστους των παραγκών και αρκετούς νεοεισερχόμενους».
Πραγματικά έως τότε η κατάσταση της στέγασης αλλά και της εξυπηρέτησης βασικών ανθρωπίνων αναγκών ήταν απελπιστική. Οι ασθενείς ζούσαν σε 5 παράγκες με 25 περίπου κρεβάτια σε κάθε μια, με ελλείψεις σε νερό εφ’ όσον δεν υπήρχε και μεταφερόταν με υδροφόρο αυτοκίνητο από τον Σκαραμαγκά, φωτισμό εφ’ όσον η περιοχή δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα, διατροφή εφ’ όσον δεν υπήρχε οργανωμένο μαγειρείο και μετέφεραν το φαγητό σε χύτρες και κατσαρόλες από το άσυλο της Αγίας Ελεούσας. Και η μεταφορά του όμως ήταν σαφώς προβληματική εφ’ όσον δεν υπήρχε τοπική συγκοινωνία και ο μοναδικός δρόμος, η Ιερά Οδός, ήταν ένας χωματόδρομος.
Έτσι λοιπόν, για τα δεδομένα της εποχής, η δημιουργία αυτονόμων περιπτέρων και η Οργάνωση Yπηρεσιών αποτέλεσε επίτευγμα. Εκτός τώρα των ήδη αναφερθέντων κτίστηκε προ του περιφραγμένου χώρου των περιπτέρων ένα οίκημα 3 δωματίων σαν Διοικητήριο και Γραμματεία, ένα άλλο μικρό πρόχειρο οίκημα που διαμορφώθηκε σε καφενείο-περίπτερο, επεκτάθηκαν και συμπληρώθηκαν οι εγκαταστάσεις των Μαγειρείων, προστέθηκαν νέες Αποθήκες και μια από τις παράγκες χρησιμοποιήθηκε για εγκατάσταση του Φαρμακείου.
Από διοικητικής πλευράς άρχισαν να οργανώνονται οι απαραίτητοι κλάδοι και το ίδιο ίσχυσε για τις διάφορες Ειδικές και Τεχνικές υπηρεσίες. Έτσι σιγά-σιγά δημιουργήθηκαν συνεργεία Ηλεκτρολογικά, Υδραυλικών, Οικοδομικών, Ελαιοχρωματισμού και λειτούργησαν υπηρεσίες Ασφάλειας, Μεταφορών κλπ.
Ο κ. Φιλανδριανός αναφέρεται ιδιαίτερα στην Γεωπονική Υπηρεσία: «Συστήθηκε και αυτή με τον ν. 6077 και επικεφαλής της τοποθετήθηκε ο γεωπόνος Ευθύμιος Σαχινίδης. Κάτω από την επίβλεψή του οργανώθηκαν συνεργεία με προϊσταμένους υπαλλήλους και εργαζόμενους αρρώστους (Ανθοκομικό, Κηπουρικό, Δενδροκομικό, Κτηνοτροφικό κλπ.) και καταβλήθηκε εντατική και πολύπλευρη προσπάθεια που είχε στόχους την ομαλοποίηση του εδάφους, τον εξωραϊσμό του κτήματος, την δεντροφύτευση και την ανάπτυξη παντός είδους καλλιέργειας. Σχετικά με την δενδροφύτευση έγινε αξιόλογο έργο: Ολόκληρο το κτήμα φυτεύτηκε και καλύφθηκε από εκλεκτές ράτσες οπωροφόρων που με συνεχή επίβλεψη και περιποίηση πρόκοψαν πολύ γρήγορα. Προστατεύτηκαν με συρματόπλεκτη περίφραξη γύρω στο κτήμα και σε λίγα χρόνια δημιουργήθηκε εκεί ένα περίφημο άλσος όλο αρώματα και ομορφιά. Δυστυχώς, σε μια μεγάλη πυρκαϊά, το καλοκαίρι του 1942 καταστράφηκε ολότελα όπως θα ιδούμε παρακάτω».
Οι αναλογίες με την σημερινή εποχή και οι πρώτες προσπάθειες Εργασιοθεραπείας είναι σαφείς. Εφ’ όσον μάλιστα ένα μεγάλο μέρος των ασθενών πρέπει να προερχόταν από αγροτικές περιοχές, οι γεωργικού τύπου ασχολίες αποτέλεσαν την πρώτη προσπάθεια για πιο ανθρώπινες συνθήκες και οργάνωση της ζωής των αρρώστων όσον αφορά τουλάχιστον το θέμα Εργασία.
Εκτός τώρα αυτών οργανώθηκαν Αποθήκες Ιματισμού και Υλικού και δημιουργήθηκε ραφείο. Στην Nοσηλευτική υπηρεσία έγινε προσπάθεια για κάποια βελτίωση με πρόσληψη προσωπικού που ήταν πρακτικά ειδικευμένο τουλάχιστον στην γενική Νοσηλευτική. Επίσης εγκαινιάστηκε η πρακτική της εκπαίδευσης των ανεκπαίδευτων νοσηλευτών με την δημιουργία μονοθέσιας Νοσηλευτικής σχολής. Σημαντική προσωπικότητα του Νοσηλευτικού δυναμικού αποτέλεσε η πρώτη Διευθύνουσα του Νοσοκομείου, απόφοιτο της σχολής 3ετούς φοιτήσεως του Ε.Ε.Σ. Ελένη Κωτσάκη η οποία διατήρησε την θέση μέχρι τις αρχές του 1970.
Οι σημαντικότερες αλλαγές
Οι σημαντικότερες όμως αλλαγές, σύμφωνα πάντα με τον κ. Φιλανδριανό, έγιναν στον Επιστημονικό τομέα. Συμπληρώθηκαν οι προβλεπόμενες από τον νόμο οργανικές θέσεις γιατρών, ενώ για διάφορα χρονικά διαστήματα προσλαμβάνονταν και άλλοι γιατροί, πτυχιούχοι και τελειόφοιτοι, σαν έκτακτοι ή ημερομίσθιοι υπάλληλοι.
Έτσι δημιουργήθηκε για πρώτη φορά ο πυρήνας μιας Επιστημονικής Ομάδας που αριθμούσε 15-20 γιατρούς ενώ οργανώθηκε σύστημα τακτικών εφημεριών. Απαραίτητη επίσης ήταν, όπως και σήμερα, η παρουσία του Εφημερεύοντα ως προϊσταμένου στις καθημερινές παραλαβές τροφίμων και άλλων ειδών όπως και η συμμετοχή των γιατρών σε διάφορες Επιτροπές. Επίσης άρχισαν να λειτουργούν Μικροβιολογικό εργαστήριο, ένα πρόχειρο Χειρουργικό τμήμα, Φαρμακευτική υπηρεσία.
Με το νόμο 6077 θεσπίστηκε ο θεσμός του Επιστημονικού Συμβουλίου ενώ άρχισε να εφαρμόζεται συστηματική εξέταση και παρακολούθηση των αρρώστων, επιβλήθηκε η χρήση φύλλων νοσηλείας και η περιοδική ενημέρωσή τους και καταρτίστηκε ένα υποτυπώδες αρχείο. Τέλος γινόταν κάποιες παρατηρήσεις πάνω σε περιστατικά ή θεραπείες και άρχισαν να γράφονται οι πρώτες Επιστημονικές εργασίες.
Στην γενική βελτίωση των συνθηκών συνέβαλαν και οι οριστικές εγκαταστάσεις Υδρεύσεως και Ηλεκτροφωτισμού ενώ τοποθετήθηκαν και αυτόματα τηλέφωνα.
1934: 300 Κρεβάτια-1000 ασθενείς
Όλες όμως αυτές οι προσπάθειες σκόνταφταν πάνω σε έναν βασικό παράγοντα. Την υπερφόρτωση του Nοσοκομείου με ασθενείς οι οποίοι έφτασαν το τέλος του 1934 τον αριθμό των 1000 (ενώ υπήρχε χώρος μόνο για 300 κρεβάτια).
Η κατάσταση μάλιστα χειροτέρεψε πολύ τον χειμώνα του 1936 οπότε και καταργήθηκε το άσυλο της Αγίας Ελεούσας στην Καλλιθέα. Το Άσυλο αυτό που λειτουργούσε από το 1918 αποτέλεσε τον «γεννήτορα» του ΚΘΨΠΑ. Αρχικά μέχρι το 1924 βρισκόταν υπό Αστυνομική διεύθυνση, ως «Σωφρονιστήριο», με άθλιες συνθήκες. Το 1924 ονομάστηκε Δημόσιο Ψυχιατρείο Αγίας Ελεούσας, περιήλθε στην εποπτεία του Υπουργείου Πρόνοιας και τοποθετήθηκε σε αυτό ο πρώτος γιατρός ο Ισαάκ Ταστσόγλου, διακεκριμένος Νευρολόγος-Ψυχίατρος της Σμύρνης ο οποίος είχε έρθει στην Ελλάδα μετά το 1922. Καταργήθηκε με απόφαση του Υπουργού Υγιεινής της τότε υπηρεσιακής κυβέρνησης Δεμερτζή και επιβάρυνε το ήδη υπερφορτωμένο Δαφνί με άλλους 200-250 αρρώστους οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε ισόγειες άθλιες παράγκες κοντά στην σημερινή «Χαρά».
Η διαμονή αυτή εθεωρείτο προσωρινή μέχρι την αποπεράτωση του 5ου μόνιμου περιπτέρου, που ήδη είχε αρχίσει να χτίζεται, όπως και ένα συγκρότημα πέντε νέων περιπτέρων, των 6ου, 7ου, 8ου, 9ου, 10ου περιπτέρων, που εκτάκτως τότε αποφασίστηκε να γίνουν, λόγω της επειγότητας της κατάστασης, με παραμερισμό του οριστικού οικοδομικού προγράμματος.
«Η Συσίφεια Καταδίκη»
Ο κ. Φιλανδριανός θεωρεί το γεγονός αυτό σαν ένα είδος «Σισύφειας καταδίκης» για το ψυχιατρείο η οποία ανέστειλε την εξέλιξη του ιδρύματος. Η αναστολή αυτή ξεπεράστηκε από ότι φαίνεται με την τοποθέτηση τον Ιούνιο του 1936 σαν Διοικητικού Διευθυντή, του απόστρατου στρατηγού του Υγιειονομικού Γ. Ζάραλη.
Πρέπει να υπήρξε άνθρωπος με Διοικητική εμπειρία και αρκετά ικανός και δραστήριος στην άσκηση των καθηκόντων του. Επιταχύνθηκε αμέσως η εγκατάσταση ασθενών στα νέα μικρά περίπτερα με αποτέλεσμα την κατάργηση των παραγκών. Έγινε ριζική ανακαίνιση των Μαγειριών, κτίστηκε Εκκλησία και επίσης το περίπτερο «Βασιλείου» στο οποίο νοσηλευόταν ισόβια, σύμφωνα με τους όρους δωρεάς, η δωρήτρια καθώς και 6-7 άλλοι ασθενείς του ιδρύματος.
Η πιο εντυπωσιακή όμως προσπάθεια, που και για την εποχή μας ακόμα είναι πρωτοποριακή, αποτέλεσε μια πειραματική απόπειρα για ανάπτυξη κτηνοτροφίας στο ίδρυμα, με την αντιμετώπιση μέρους των αναγκών του σε κρέας και άλλα προϊόντα. Ο κ. Φιλανδριανός δεν αναφέρει λεπτομέρειες, πάντως στο Β.Α. άκρο του κτήματος διαμορφώθηκαν εγκαταστάσεις χοιροστασίου και αγελαδοτροφείου. Η φροντίδα των ζώων γινόταν από κτηνοτρόφους ασθενείς με την επίβλεψη γεωπόνων. Φυσικά όλη η προσπάθεια σταμάτησε, όπως θα δούμε, κατά την διάρκεια του πολέμου και της κατοχής. Μάταια αναζητήσαμε περισσότερες λεπτομέρειες γι αυτή την κάπως πρωτόγονη αυτοδιαχειριστική πρακτική η οποία σήμερα ακολουθείται από πολλά ψυχιατρεία, νοσοκομεία και θεραπευτικές κοινότητες.
Φυσικά παρ’ όλο τον ενθουσιασμό του συγγραφέα-γιατρού, που υπήρξε η μοναδική μας πηγή πληροφοριών, δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι οι συνθήκες διαβίωσης ασθενών και προσωπικού υπήρξαν τέλειες από κάθε άποψη. Εξ’ άλλου και ο ίδιος το παραδέχεται στα γραφόμενά του, κυρίως όμως όσον αφορά το νοσηλευτικό προσωπικό. Όπως ακριβώς και σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του δεν είχε ειδική εκπαίδευση και πάντα η αναλογία του σε σχέση με τον αριθμό των αρρώστων υστερούσε, έφτασε μάλιστα μια εποχή στο 1/10 του απαραίτητου αριθμού ατόμων.
Ένα σημαντικό μέρος του ήταν αναγκασμένο να μένει μέσα στο Νοσοκομείο σε αντίσκηνα με ελεεινές συνθήκες θέρμανσης, διατροφής κλπ. Το Διοικητικό και Τεχνικό προσωπικό δεν αντιμετώπιζε τέτοια προβλήματα αλλά ούτε και εδώ οι συνθήκες ήταν άριστες. Το Επιστημονικό προσωπικό εργαζόταν σε μικρά γραφεία χωρίς στοιχειώδεις ανέσεις ενώ το δωμάτιο του εφημερεύοντος περιγράφεται σαν «κλουβί» διαστάσεων 2,05×1,45 το οποίο γέμιζε με το κρεββάτι και δεν υπήρχε χώρος να ανοίξει η πόρτα έτσι ώστε πολλές φορές οι γιατροί έμπαιναν από το παράθυρο.
Η πενταετία 1935-1940-Η έρευνα του Κ. Βάρναλη για το Δαφνί
[Πληροφορίες για το βιβλίο ΕΔΩ]
Καταλήγοντας για το τι συνέβαινε στο ψυχιατρείο την πενταετία 1935-40 πρέπει να υπήρξαν αρκετές προσπάθειες καλυτέρευσης των συνθηκών διαβίωσης και ιατρικής φροντίδας των ασθενών, είναι σαφές όμως ότι οι βασικές αρχές της ασυλιακής πρακτικής πάνω στις οποίες λειτουργούσε το ίδρυμα δεν επέτρεπαν μια ριζική εξέλιξη.
Γληνός-Βάρναλης
Μια από τις πιο εμπεριστατωμένες δημοσιογραφικές έρευνες για το Δαφνί την εποχή εκείνη, έγινε το 1938 για την εφημερίδα «Πρωΐα» από τον ποιητή Κ. Βάρναλη ο οποίος για περισσότερο από μήνα ερχόταν καθημερινά στο Ψυχιατρείο με συνοδεία σκιτσογράφου και φωτογράφου. Στο διάστημα αυτό είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά την ζωή του Ιδρύματος και να μελετήσει με άνεση τους αρρώστους. Οι εντυπώσεις του, μαζί με σκίτσα, κρίσεις και συμπεράσματα δημοσιεύονταν κάθε ημέρα στην εφημερίδα. Πολύ αργότερα τα ουσιαστικότερα μέρη της έρευνας ενοποιήθηκαν «σε βιβλίο με τον τίτλο «Αληθινοί Άνθρωποι». [σ.σ. Περιγραφή του Κώστα Βάρναλη “Η Μεγάλη Παρασκευή στο Δαφνί”]
Μας είναι ξεκάθαρο ότι παντοτινό πρόβλημα του ψυχιατρείου ήταν και παραμένει η υπερφόρτωση με ασθενείς. Επανειλημμένα έγιναν απόπειρες να καθοριστεί σταθερός αριθμός νοσηλευομένων και λήφθηκαν μέτρα περιορισμού των εισαγωγών, δεν πέτυχαν όμως μπροστά στο κύμα των αναγκών που ανέτρεπε κάθε πρόβλεψη.
Το πρόβλημα γινόταν προσπάθειες να ξεπεραστεί με συνεχείς ανεγέρσεις νέων περιπτέρων δημιουργώντας έτσι έναν όλο και περισσότερο δεινοσαυρικό οργανισμό. Περατώθηκε το 11 ο περίπτερο, πλησίαζε στο τέλος της η οικοδόμηση των 12ου και 13ου (Σανατορίων), ενώ μέσα στο 1939 άρχισε η εφαρμογή ενός «μεγαλεπήβολου» οικοδομικού προγράμματος. Προέβλεπε την ανοικοδόμηση ενός συγκροτήματος από 5 μεγάλα όμοια κτίρια.
Η οικοδόμηση του ενός από τα 5 (του σημερινού Ταστσόγλειου) άρχισε έγκαιρα και προχώρησε με γρήγορο ρυθμό. Μέσα στο 1940 ήταν σχεδόν έτοιμο και μπόρεσε να μπει σε λειτουργία. Η οικοδομήση των υπολοίπων δεν άρχισε ποτέ εφ’ όσον κάθε προσπάθεια αναγκαστικά διακόπηκε με την είσοδο της Ελλάδας στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1940. ήδη από την κήρυξη του πολέμου στην Ευρώπη αρκετές προσπάθειες είχαν ανασταλεί, από την στιγμή όμως της Ιταλικής επίθεσης και μετά ακολούθησαν γεγονότα τα οποία συγκλόνισαν την υπόσταση του Ελληνικού κράτους και φυσικά την υπόσταση ενός ευαίσθητου και προβληματικού οργανισμού όπως το Δημόσιο Ψυχιατρείο.
Οι μήνες του πολέμου-Η Κατοχή
Στους 6-7 μήνες του θερμού πολέμου στο ίδρυμα ξεχάστηκαν τα προγράμματα, παραμερίστηκαν οι επί μέρους ανάγκες και ελλείψεις, στρατεύτηκε το μεγαλύτερο μέρος του αντρικού προσωπικού ιδίως του Επιστημονικού και δημιουργήθηκαν πολλά κενά σε μέσα και ανθρώπους. Δυο σημαντικά γεγονότα ήταν η παραίτηση του Διοικ. Διευθυντή Γ. Ζάραλη και η παραχώρηση του Ταστσόγλειου για την στέγαση Αγγλικής μονάδας αλεξιπτωτιστών, η οποία αποτελείτο κυρίως από Κύπριους, τον Φεβρουάριο του 1941.
Μετά όμως την Γερμανική εισβολή και την ήττα της Ελλάδας επήλθε η πλήρης αποδιοργάνωση του Νοσοκομείου. Η αρχή έγινε με την κατάληψη από τους Γερμανούς, λίγες ημέρες μετά την κατάρρευση, του Ταστσόγλειου περίπτερου το οποίο είχε εγκαταλειφθεί εσπευσμένα από τους Άγγλους οι οποίοι είχαν αφήσει πίσω και πολλά από τα εφόδιά τους. Πριν από την είσοδο των Γερμανών είχε ήδη λεηλατηθεί από τους περίοικους οι οποίοι έκλεψαν είδη ιματισμού κυρίως.
Οι Ιταλοί κατέλαβαν το ένα από τα περίπτερα των Σανατορίων, ενώ μην ξεχνάμε ότι δίπλα στο Δαφνί υπήρχαν τότε οι στρατώνες του Χαϊδαρίου στους οποίους εγκαταστάθηκαν Γερμανοί και τους μετέτρεψαν σε φυλακές και κέντρο βασανιστηρίων.
Το Προσωπικό του Νοσοκομείου ελαττώθηκε σημαντικά. Άλλοι χάθηκαν στον πόλεμο, άλλοι έφυγαν για τη Μέση Ανατολή ενώ άλλοι προσανατολίστηκαν σε άλλες ασχολίες για να επιβιώσουν.
Διοικητικός Διευθυντής του Ψυχιατρείου τοποθετήθηκε από την δοσίλογη κυβέρνηση Λογοθετόπουλου ο Γ. Δοβέρδος, άνθρωπος που από τον κ. Φιλανδριανό χαρακτηρίζεται ως ακατάλληλος, επιζήμιος και μοιραίος για το ίδρυμα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο αρχίζει για το Ψυχιατρείο η κατοχική περίοδος. Πρώτο και βασικό πρόβλημα φυσικά η πείνα. Η τροφοδοσία δεν γινόταν και η διατροφή περιοριζόταν σε κάποια χορταρικά και όσπρια. Όταν με τον πρόωρο χειμώνα 1941-42 προστέθηκε και το κρύο τα πράγματα «πήραν δραματικές διαστάσεις». Αποθέματα τροφίμων δεν υπήρχαν και όπως ήταν υποχρεωμένο να θρέψει πάνω από 2.000 άτομα, σύντομα βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Οι περιγραφές του κ. Φιλανδριανού είναι ιδιαίτερα γλαφυρές:
«Το μεγαλύτερο μέρος των νοσηλευομένων παρουσίασε οιδήματα πείνας και οι θάνατοι ακολούθησαν κατά μάζες. Άνοιγαν το πρωί οι θάλαμοι και βρίσκονταν πολλοί άρρωστοι πεθαμένοι και ξυλιασμένοι στα κρεβάτια τους ή στο δάπεδο. Η μεταφορά πτωμάτων στο Νεκροτομείο δεν σταματούσε όλο το 24ωρο και χώρος του του ήταν ανεπαρκής, τα τοποθετούσαν εκεί κατά στιβάδες όπως τις σαρδέλες το ένα πάνω στο άλλο».
‘Όσοι άρρωστοι κρατιόταν κάπως είχαν αφηνιάσει. Συχνά οι διαμαρτυρίες και οι ικεσίες τους είχαν δραματικό χαρακτήρα και έκαναν τραγική την θέση του προσωπικού. Οι αποδράσεις ήταν πολύ συνηθισμένες».
» Αλλά και του προσωπικού η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Ζούσε την ίδια ζωή και είχε όλες τις αγωνίες της. Στο έργο του στάθηκε όσο ήταν δυνατόν να σταθεί εκεί και έκανε ότι μπορούσε. Το καθήκον του δύσκολο από την φύση του, γινόταν μέρα με την μέρα περισσότερο άχαρο για να καταντήσει στο τέλος θλιβερό και οδυνηρό. Έκανε την δουλειά του κάτω από επαχθείς συνθήκες και με πολύ άγχος. Θα έλεγε κανείς πως ένας κόσμος σε διάλυση (προσωπικό) φρόντιζε έναν άλλο κόσμο που βρισκόταν σε έσχατη εξαθλίωση».
Σε όλα αυτά εάν προσθέσουμε τις διώξεις και συλλήψεις μελών του προσωπικού από τις αρχές Κατοχής, επεμβάσεις και έρευνες μέσα στο Νοσοκομείο για ανεύρεση τυχόν κρυμμένων υπόπτων, τις λεηλασίες από τους περίοικους, το ρήμαγμα των κτιρίων, την παραμέληση της καθαριότητας και την πλήρη αποδιοργάνωση των διοικητικών υπηρεσιών καταλαβαίνουμε την τραγικότητα της κατάστασης.
Κατοχικός εφιάλτης
Η εφιαλτική αυτή πορεία συνεχίστηκε μέχρι το καλοκαίρι του 1942.
Μάλιστα στο τέλος του καλοκαιριού σε όλα αυτά προστέθηκε και μια μεγάλη πυρκαγιά, μάλλον τυχαία, η οποία άρχισε χαμηλά προς την Λεωφόρο Αθηνών από ξερά χόρτα, μεταδόθηκε στα δέντρα από τον άνεμο και γρήγορα εξαπλώθηκε και έφτασε μέχρι το περίπτερο Βασιλείου και ως τα πρόθυρα του κτιριακού συγκροτήματος του Νοσοκομείου.
Η έγκαιρη αντιμετώπισή της από τους υπαλλήλους του Ιδρύματος, τους περίοικους και την Πυροσβεστική υπηρεσία αποσόβησε σοβαρότερες συνέπειες. Κατέστρεψε όμως εντελώς το άλσος με τα οπωροφόρα δέντρα στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω.
Η κατακραυγή της παγκόσμιας κοινής γνώμης για το Ελληνικό ίδρυμα και οι πρωτοβουλίες του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και άλλων οργανώσεων οδήγησαν σε σχετική βελτίωση της κατάστασης γενικότερα και φυσικά και στο Ψυχιατρείο. Σημειώθηκε κάμψη του λιμού κατά το δεύτερο ήμισυ του 1942 και αντιμετωπίστηκε στοιχειωδώς τουλάχιστον η διατροφή ασθενών και προσωπικού.
Η βελτίωση έγινε σημαντικότερη ύστερα από την πτώση της κυβέρνησης Λογοθετοπούλου κατά τα μέσα του 1943. Τότε, παύτηκε αμέσως από την νέα Κυβέρνηση Ιω. Ράλλη ο Διευθυντής Γερ. Λοβέρδος. Αρκετοί από το προσωπικό άρχισαν να επανέρχονται στις θέσεις τους, γιατί με τις νέες συνθήκες το ίδρυμα έδινε τις βάσεις της διαβίωσης και επί πλέον παρείχε ασφάλεια απέναντι στην ανώμαλη από τις διώξεις κατάσταση. Πέρα από αυτό, με την εγκαινίαση της πολιτικής των διορισμών, προσλήφθηκε πολύς κόσμος, ιδίως σε βοηθητικές θέσεις. Συχνά δινόταν οικονομική ενίσχυση στους υπαλλήλους, πράγμα που συντελούσε στο να αντιμετωπίζουν σε ένα βαθμό τις συνέπειες του πληθωρισμού. Τέλος η κίνηση του Νοσοκομείου, που είχε νεκρωθεί για ένα διάστημα άρχισε να αναζωογονείται. Οι εισαγωγές ασθενών πλήθαιναν και η περίθαλψή τους βελτιωνόταν συνεχώς.
Το πνεύμα της Αντίστασης
Παράλληλα μπήκε και στο Νοσοκομείο το Αντιστασιακό πνεύμα. Πολλοί από το προσωπικό εντάχθηκαν σε οργανώσεις και άρχισαν σιγά-σιγά μια αφανή δράση. Δεν θα πρέπει επίσης να παραλειφθεί η συνδρομή του Νοσοκομείου σε διωκόμενους αντιστασιακούς και Εβραίους οι οποίοι πέρναγαν αρκετό χρόνο σε αυτά καμουφλαρισμένοι σε ασθενείς.
Κατά την περίοδο εκείνη λοιπόν μπορεί να πει κανείς ότι το Ίδρυμα είχε γίνει ένα είδος καταφυγίου και βρισκόταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από την υπόλοιπη χώρα. Σε αυτό συνετέλεσε και η τοποθέτηση του Ηλ. Μαυρουλίδη, ως Διοικ. Διευθυντή στις 13-10-43, ο οποίος διέθετε διοικητικές ικανότητες, δυναμισμό και δημοκρατικό πνεύμα στην άσκηση των καθηκόντων του.
Κινητοποιήθηκαν όλες οι Υπηρεσίες και η στάθμη της λειτουργίας τους ανέβαινε από μέρα σε μέρα. Με την από μέρους του Δ/ντού δυναμική και προς κάθε κατεύθυνση διεκδίκηση των απαιτήσεων του Ιδρύματος, βελτιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό ο εφοδιασμός του σε υλικό και μέσα και ιδιαίτερα σε προμήθειες τροφίμων. Απέκτησε μάλιστα για πρώτη φορά και δικό του μεταφορικό μέσο, ένα παλιό λεωφορείο, το οποίο χρησίμευσε για μεταφορά του προσωπικού αλλά και εφοδίων.
Η κατάσταση παρέμεινε σε αυτό το επίπεδο μέχρι την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944.
Ο Γερμανός επικεφαλής της μονάδας που κατείχε το Ταστσόγλειο, θέλησε να εκβιάσει τον Μαυρουλίδη, ζητώντας ένα ποσό 200 χρυσών λιρών για να μην ανατινάξει το κτίριο. Αυτό συνεπαγόταν κίνδυνο και για τις άλλες εγκαταστάσεις του Νοσοκομείου. Ευτυχώς η απειλή δεν πραγματοποιήθηκε ή μάλλον ματαιώθηκε λόγω της βιαστικής αποχώρησης. Κάποια απόπειρα έγινε στο ένα από τα κτίρια των Σανατορίων, που ήταν κενό γιατί δεν είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή του .Έβαλαν στα θεμέλιά του βόμβα, από την έκρηξη της οποίας έπαθε μια ρωγμή στο μέσο, χωρίς όμως μεγάλες ζημιές που θα αχρήστευαν το κτίριο.
Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944, τα οποία επακολούθησαν, είχαν μεγάλο αντίκτυπο και στο Ψυχιατρείο, δεν αποτελούν όμως αντικείμενο του παρόντος έργου.
Προσπαθήσαμε να δώσουμε μια εικόνα της εξέλιξής του από το 1935 έως την Απελευθέρωση από τους Γερμανούς βασισμένοι, όπως ήδη έχουμε αναφέρει μόνο σε μια πηγή πληροφοριών. Ελπίζουμε οι παραλείψεις να μην είναι πολλές παρ’ όλο που δεν αναφερθήκαμε καθόλου στις καθαρά ιατρικές συνθήκες νοσηλείας και τις χρησιμοποιούμενες θεραπευτικές μεθόδους. Αυτά όμως είναι λίγο έως πολύ γνωστά από την γενικότερη Ιστορία της Ψυχιατρικής, ενώ η πορεία του Ψυχιατρείου σε σχέση με την γενικότερη ιστορική εξέλιξη είναι λίγο έως πολύ άγνωστη.
Επιμέλεια ανάρτησης: Κώστας Φωτεινάκης
Παρόμοιο θέμα: Η απελευθέρωση της Αθήνας και το Χαϊδάρι | 12 Οκτωβρίου 1944 [ΕΔΩ]