Όταν ο Άδης αποφάσισε ότι αγαπούσε το κορίτσι
τής έφτιαξε μια απομίμηση της γης,
τα πάντα ίδια, και το λιβάδι ακόμη,
αλλά προσθέτοντας ένα κρεβάτι.

Τα πάντα ίδια, περιλαμβάνοντας το φως του ήλιου,
γιατί θα ήταν δύσκολο για νέο κορίτσι
να πάει τόσο γρήγορα από λαμπρό φως σε απόλυτο σκοτάδι.

Σταδιακά, σκέφτηκε, θα έφερνε τη νύχτα,
πρώτα ως σκιές φύλλων που φτερουγίζουν.
Μετά σελήνη, μετά άστρα. Έπειτα ούτε σελήνη, ούτε άστρα.
Ας συνηθίσει η Περσεφόνη σιγά σιγά.
Στο τέλος, σκέφτηκε, θα το έβρισκε ανακουφιστικό.

Ένα ομοιότυπο της γης
αλλά εδώ υπήρχε αγάπη.
Αγάπη δεν θέλουν όλοι;

Περίμενε πολλά χρόνια,
χτίζοντας έναν κόσμο, παρακολουθώντας
την Περσεφόνη στο λιβάδι.
Η Περσεφόνη μύριζε, γευόταν.
Αν έχεις κάποια όρεξη, σκέφτηκε,
τις έχεις όλες.

Δεν θέλουν όλοι να νιώσουν τη νύχτα
το αγαπημένο σώμα, πυξίδα, πολικό αστέρα,
να ακούσουν την ήρεμη ανάσα που λέει
είμαι ζωντανός, που σημαίνει επίσης
είσαι ζωντανός, γιατί με ακούς,
είσαι εδώ μαζί μου. Και όταν γυρνά ο ένας,
γυρνά και ο άλλος –

Αυτά ένιωθε, ο κύριος του σκότους,
κοιτάζοντας τον κόσμο που είχε
οικοδομήσει για την Περσεφόνη. Καθόλου δεν σκέφτηκε
πως μυρωδιές πια δεν θα υπήρχαν εδώ,
ασφαλώς ούτε θα έτρωγες πια.

Ενοχή; Τρόμος; Ο φόβος της αγάπης;
Αυτά τα πράγματα δεν μπορούσε να τα φανταστεί∙
κανείς που αγαπά δεν τα φαντάζεται ποτέ.

Ονειρεύεται, αναρωτιέται πώς να ονομάσει το μέρος.
Πρώτα σκέφτεται: Η Νέα Κόλαση. Έπειτα: Ο Κήπος.
Τελικά, αποφασίζει να το αποκαλέσει
Η Νεότητα της Περσεφόνης.

Ένα απαλό φως που σηκώνεται πάνω από το επίπεδο λιβάδι,
πίσω από το κρεβάτι. Την παίρνει στην αγκαλιά του.
Θέλει να πει σε αγαπώ, τίποτε δεν μπορεί να σε βλάψει

αλλά σκέφτεται
αυτό είναι ψέμα, οπότε λέει τελικά
είσαι νεκρή, τίποτε δεν μπορεί να σε βλάψει
που του φαίνεται
μια πιο ελπιδοφόρα αρχή, πιο αληθινό.